- μαρμαροθέτημα
- -ατος, τοαρχιτ. ψηφιδωτό από μικρά πολύχρωμα κομμάτια μαρμάρου με το οποίο στρώνεται το δάπεδο, αλλ. μωσαϊκό.[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρο + -θέτημα (< θέτω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαρμαροθέτημα — το, ατος τα μικρά μαρμάρινα πλακίδια σε διάφορα χρώματα και σχήματα με τα οποία επιστρώνουν ναούς, πλατείες κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μάρμαρος — μάρμαρος, ὁ (Α) 1. πέτρα κρυσταλλικής φύσης που αστράφτει στο φως 2. το μάρμαρο 3. έργο, καλλιτέχνημα από μάρμαρο 4. πέτρα τάφου, ταφόπετρα 5. κομμάτια που σπάζουν καθώς κόβεται ή πελεκιέται το μάρμαρο 6. ως επίθ. μάρμαρος, ον αυτός που λάμπει,… … Dictionary of Greek